- μπόλι
- το1. θεραπευτικό ή προληπτικό εμβόλιο2. εμβόλιο εγκεντρισμού, ενόφθαλμο κλαδάκι δέντρου με το οποίο γίνεται δενδροκομικός εμβολιασμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβόλ-ιον, υποκορ. τού ἔμβολον (πρβλ. ἐμβαίνω < μπαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπόλι — το 1. το εμβόλιο. 2. το τμήμα φυτού με το οποίο μπολιάζουν τα δέντρα: Έφερα τα μπόλια για τις μηλιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
εμβόλιο — το 1. (ιατρ.), ανοσογόνα ουσία μικροβιακής προέλευσης, που μπαίνει στον οργανισμό και δημιουργεί αντισώματα για προφύλαξη ή θεραπεία από ορισμένες λοιμώδεις αρρώστιες, το μπόλι. 2. (ιατρ.), η βατσίνα (βλ. λ.). 3. κομμάτι από κλαδί δέντρου, με το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμβλημα — Όρος που στην αρχαιότητα σήμαινε τα χρυσά, αργυρά ή χάλκινα διακοσμητικά σχέδια που έφεραν τα μεταλλικά αγγεία ή τα διάφορα άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως όπλα κλπ. Επίσης ο όρος αφορούσε τα διάφορα ξύλινα ποικίλματα που προσαρμόζονταν στην… … Dictionary of Greek
ένθεμα — το (AM ἔνθεμα) [εντίθημι] 1. το αποτέλεσμα τού ενθέτω 2. (ειδ.) εμβόλιο δέντρων, μπόλι νεοελλ. κομμάτι ξύλου που αντικαθιστά φθαρμένο τμήμα άλλου ξύλου ή τό επιμηκύνει, μάτισμα, προσθήκη αρχ. 1. κατάθεση χρημάτων στην τράπεζα 2. στολίδι, κόσμημα… … Dictionary of Greek
ένθεση — η (AM ἔνθεσις) [εντίθημι] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ενθέτω*, παρεμβολή, επένθεση, εισαγωγή νεοελλ. 1. εντοίχιση, ενδόμηση 2. ναυτ. «ένθεση λέμβων» η απόθεση μέσα στο πλοίο τών λέμβων που είναι κρεμασμένες έξω αρχ. 1. το κομμάτι ψωμιού που… … Dictionary of Greek
εμβολάδα — η (AM ἐμβολάς) εμβόλιο, μπόλι αρχ. (ως επίθ. θηλ.) η εμβολιασμένη («ἐμβολάδες συκαῑ») … Dictionary of Greek
εμφύλλιον — ἐμφύλλιον, το (Μ) μόσχευμα, μπόλι … Dictionary of Greek
επίπηξ — ἐπίπηξ, ὁ (AM) μσν. κλαδί που θα εγκεντρισθεί, θα μπολιασθεί κάπου, το μπόλι αρχ. το επίπηγμα … Dictionary of Greek
καταπήξ — καταπήξ, ῆγος, ὁ (AM, Μ και κατάπηξ, ηγος, ὁ, ἡ) μσν. 1. εγκέντρισμα, μπόλι 2. ως επίθ. μπηγμένος στο έδαφος αρχ. 1. πάσσαλος, παλούκι μπηγμένο στη γη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὰ πηγνύμενα ἐν τοῑς ὕδασι ξύλα, ἐφ ὧν ἔδει συνέχεσθαι τὰ ἐπὶ τοῡ… … Dictionary of Greek